βλέπω

βλέπω
+ V 9-31-51-19-23=133 Gn 45,12; 48,10; Ex 4,11; 23,8; Nm 21,20
to see, to perceive visually Gn 45,12; to see, to behold [τι] 2 Kgs 9,17; id. [τινα] Tob 11,14; to look (at), to face (towards) [κατά τι] (metaph.) Nm 21,20; id. [παρά τι] Jos 18,14; id. [πρός τι] Ez 8,3; to have the capacity of sight Ex 4,11; ὁ βλέπων the seer, the clairvoyant 1 Sm 9,9; τὰ βλεπόμενα the visible universe Wis 13,7
Cf. DEPUYDT 1985 36-37.42; LE BOULLUEC 1989, 234-235; LEE, J. 1983 131-140.147-148; MURAOKA
1990b, 36; WALTERS 1973 197-202.335
(→ἀναβλέπω, ἀποβλέπω, εἰσβλέπω, ἐμβλέπω, ἐπιβλέπω, καταβλέπω, κατεμ-, παραβλέπω, περιβλέπω, προβλέπω, ὑποβλέπω,,)

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βλέπω — see pres subj act 1st sg βλέπω see pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέπω — βλέπω, είδα βλ. πίν. 110 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …   Dictionary of Greek

  • βλέπω — είδα (να δω, δες και ιδές), ειδώθηκα, ιδωμένος 1. παρατηρώ, κοιτάζω: Βλέπω ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση. 2. μτφ., αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω: Τώρα βλέπω πόσο δίκιο είχε. 3. προσέχω, φυλάγω: Να βλέπεις το παιδί,ώσπου να γυρίσουμε. 4. είμαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλέπω — βλέπω* …   Dictionary of Greek

  • βλέπον — βλέπω see pres part act masc voc sg βλέπω see pres part act neut nom/voc/acc sg βλέπω see imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) βλέπω see imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέπετε — βλέπω see pres imperat act 2nd pl βλέπω see pres ind act 2nd pl βλέπω see imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέπῃ — βλέπω see pres subj mp 2nd sg βλέπω see pres ind mp 2nd sg βλέπω see pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέψαι — βλέπω see aor imperat mid 2nd sg βλέπω see aor inf act βλέψαῑ , βλέπω see aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέψῃ — βλέπω see aor subj mid 2nd sg βλέπω see aor subj act 3rd sg βλέπω see fut ind mid 2nd sg βλέψηι , βλέψις act of sight fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγγελοβλέπω — βλέπω τον άγγελο τού θανάτου κατά τις τελευταίες στιγμές τής ζωής μου, ψυχορραγώ, πνέω τα λοίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + βλέπω. ΠΑΡ. αγγελοβλεπούσα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”